λήτωρ

λήτωρ
λήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει τους τύπους με την ίδια σημασία λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» και λειτουργός (πρβλ. λαός), αλλά υπάρχουν μορφολογικές δυσχέρειες που εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεση με τους τ. αυτούς (το θ. τού λήτωρ δεν παρουσιάζει και ι άτονο). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. λάτρον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λητήρες — λητῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱεροὶ στεφανηφόροι». [ΕΤΥΜΟΛ. <θ. λη τού λήτωρ + επίθημα τήρ (πρβλ. λου τήρ, πα τήρ) βλ. και λ. λήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • λήτειρα — λῄτειρα, ἡ (Α) δημόσια ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. τού λητῆρες* (πρβλ. γενέτ ειρα, καθηγήτ ειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • λείτωρ — λείτωρ, ορος, ὁ (Α) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. Βλ. λήτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”